- αποξείδωση
- η1. αφαίρεση του οξυγόνου από χημική ουσία2. κατάσταση του σώματος που αποξειδώθηκε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποξείδωση — η (χημ.), η αφαίρεση του οξυγόνου από μιαν ουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… … Dictionary of Greek
αποξειδωτικός — ή, ό σχετικός με την αποξείδωση … Dictionary of Greek